- στηλίδα
- η / στηλίς, -ῑδος, ΝΑ, τ. γεν. και στηλίδος και στηλεῑδος Α(με υποκορ. σημ.)1. μικρή στήλη, στηλίδιο2. μικρός ιστός στην πρύμνη πλοίουαρχ.1. ονομασία αριθμού2. ονομασία μικρού πύργου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)).
Dictionary of Greek. 2013.